πάμπυστος

πάμπυστος
πάμπυστος, -ον (Α)
1. πασίγνωστος, γνωστότατος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα
με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + πυστός (< πυνθάνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”